Μόντσα

Μόντσα
(Monza). Πόλη (περ. 120.900 κάτ. το 2001) της Ιταλίας στην επαρχία του Μιλάνου, γνωστή για το αυτοκινητοδρόμιο που βρίσκεται στα περίχωρά της. Κατασκευάστηκε το 1922 από την Αυτοκινητιστική Λέσχη του Μιλάνου στον κήπο της Μ. και ανακατασκευάστηκε το 1948. Το σιρκουί, στην πλήρη διαδρομή του, σχηματίζεται από μια οδική διαδρομή και από έναν δακτύλιο υψηλής ταχύτητας και έχει συνολικό μήκος 10 χλμ. Στη διαδρομή αυτή, τα αυτοκίνητα του τύπου Φόρμουλα 1 μπορούν να υπερβούν τα 230 χλμ. την ώρα. Ο δακτύλιος υψηλής ταχύτητας, μήκους 4.250 μ., έχει κατάστρωμα ολόκληρο από τσιμέντο ενώ οι δύο ευθείες του συνδέονται με υπερυψωμένες καμπύλες, που έχουν μέγιστη κλίση 80°. Τελευταία σχηματίστηκε και μια τρίτη διαδρομή, ονομαζόμενη «Τζούνιορ» (για νέους), μήκους 2.385 μ., η οποία χρησιμοποιεί τις δύο μεγαλύτερες ευθείες της οδικής διαδρομής. Εκεί διεξάγονται αγώνες αποκλειστικοί για μικρότερες φόρμουλες και οχήματα με μικρότερο κυλινδρισμό. Το σιρκουί προορίζεται για τα Γκραν Πρι Ιταλίας και Ευρώπης αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών και για αγώνες ταχύτητας για τα αντίστοιχα παγκόσμια πρωταθλήματα. Επιπλέον φιλοξενεί προσπάθειες ρεκόρ, δοκιμασίες αντοχής και αγώνες διάφορων τύπων, που δίνουν στις πίστες του μια έντονη αυτοκινητική δραστηριότητα μεγάλου τεχνικού και αθλητικού ενδιαφέροντος. Το αυτοκινητοδρόμιο είναι ανοιχτό σε όλους τους αυτοκινητιστές που θέλουν να δοκιμάσουν τη γρήγορη οδήγηση και να χρονομετρήσουν τις επιδόσεις του αυτοκινήτου τους. Ο καθεδρικός της Μόντσα, έργο του αρχιτέκτονα Ματέο ντα Καμπιόνε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκινητοδρόμιο — Συγκρότημα μόνιμων εγκαταστάσεων, που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται για τη διεξαγωγή αγώνων αυτοκινήτων και μοτοσικλετών. Το α. αποτελείται από έναν στίβο (πίστα), που συνδέεται και συμπληρώνεται: καμιά φορά από ένα σιρκουί σε δημόσιο δρόμο… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… …   Dictionary of Greek

  • εξώστης — Οι βατές προεξοχές που δημιουργούνται στους ορόφους των κτιρίων, μπροστά από ανοίγματα που φτάνουν έως το δάπεδο, τις εξωστόθυρες. Προορισμός τους είναι να δώσουν στους ορόφους έναν μικρό υπαίθριο χώρο, σε προέκταση του εσωτερικού κλειστού, ή και …   Dictionary of Greek

  • μεσαίωνας — Ονομάζεται γενικά Μ. η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ορίζεται από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476) και την ανακάλυψη της Αμερικής (1492). Σχετικά με τη χρονολογική οροθέτηση του Μ. έχουν υποστηριχθεί και άλλες απόψεις …   Dictionary of Greek

  • Απιάνι, Αντρέα — (Andrea Appiani, Μιλάνο 1754 – 1817). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Ιταλούς νεοκλασικούς ζωγράφους και ο μόνος με ευρωπαϊκή φήμη. Τα νεανικά του έργα, όπως οι τοιχογραφίες με θέμα τις ιστορίες του Έρωτα και της Ψυχής στη… …   Dictionary of Greek

  • Αύθαρις — (;–Παβία 590 μ.Χ.). Τρίτος βασιλιάς των Λογγοβαρδών. Το 584 διαδέχτηκε τον πατέρα του Κλήφιν ύστερα από δέκα χρόνια μεσοβασιλείας. Η εκλογή του οφείλεται ίσως στον μεγάλο κίνδυνο που δημιούργησε η επιθετική συμμαχία των Φράγκων με τους… …   Dictionary of Greek

  • βαρβαρική τέχνη — Γενικά, αποκαλείται έτσι η καλλιτεχνική παραγωγή που εμφανίζεται σχεδόν παντού στη Δύση κατά την περίοδο των βαρβαρικών επιδρομών, από τον 5o έως τον 9o αι., και διακρίνεται για την προτίμησή της στα πολύ έντονα γραμμικά διακοσμητικά σχέδια. Η… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Καθαροί — Ονομασία πολυάριθμων αιρετικών ομάδων του χριστιανισμού που εμφανίστηκαν τον 11o αι. σε διάφορες χώρες της Ευρώπης (Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία και βόρεια Ιταλία). Οι αρχές της αίρεσης ανάγονται στον 10o αι. με κέντρο τη Βαλκανική χερσόνησο. Οι Κ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”